Πέμπτη 16 Δεκεμβρίου 2010



Κείμενο - Φωτογραφίες: Σπύρος Ι. Μαντάς

Αλβανία! Μεσημέρι Αυγούστου, κι εμείς τρέχαμε στον κάμπο της Δρόπολης. Κοντά Χάσκοβο, πριν το Αργυρόκαστρο, στρίψαμε δεξιά. Περάσαμε κάτω απ’ το Λιμπόχο-βο, αλλάξαμε στον Σωχακό όχθη και μετά τα χαμόσπιτα της Σούχας βγήκαμε σε ξέ-φωτο. Για λίγο όμως, αφού το τοπίο γρήγορα άρχιζε να αγριεύει, να ψηλώνουν τα βουνά και να κλείνουνε. Μπαίναμε στα στενά, στη λεγόμενη Γκρίκα της Σέλτσας…

Για άλλη μια φορά -σε δύο προηγούμενες αποτύχαμε- είχαμε βάλει προορισμό μας ένα χωριό της Ζαγοριάς. Πηγαίναμε Λιμάρ, που οι χάρτες δεν το καταδέχονται. Θέ-λαμε -ήταν ο στόχος μας- να βρούμε εκεί και να μελετήσουμε ένα παλιό, μεγάλο πε-τρογέφυρο -οι πληροφορίες μιλούσαν για εντυπωσιακή κατασκευή. Το είχε χτίσει, λένε, ο Αλή πασάς τις μέρες της παντοδυναμίας του. Μα η περιοχή της Ζαγοριάς, α-νάμεσα Αργυρόκαστρο και Πρεμετή, και δύσκολη και απομονωμένη και απρόβλεπτη ήταν.
Προχωρούσαμε πια, μάλλον κάναμε ελιγμούς, σ’ έναν δρόμο λες ακροβάτη! Στο φρύδι του γκρεμού, πότε τούτος χαμήλωνε, έσμιγε με το ποτάμι, και πότε έφευγε προς τα πάνω σχεδόν κάθετα -αδύνατον τα βολευτούν σε τέτοια ..γκρίκα και ο δρόμος και ο Σωχακός. Πέρασαν έτσι δύο ώρες πριν το τοπίο, επιτέλους, πάρει και πάλι να χαλαρώνει. Ανεβήκαμε Νταμπόρι, αφήσαμε δεξιά τη Γορίτσα, κι ύστερα απ’ την Πανιοπούλα, αντικρίσαμε στα πόδια της Νεμέρτσικας την Πολύτσανη…

Είναι το τελευταίο ελληνικό χωριό, στο κέντρο μιας μακρόστενης κοιλάδας που νότιά της -δεξιά- φιλοξενεί το Πωγώνι και βόρεια -αριστερά μας- τα χωριά της Ζαγοριάς. Τα τελευταία παρουσιάζονται αλβανόφωνα αλλά πάντα χριστιανικά. Κατά τα άλλα, το κλειστό του χώρου διαμόρφωσε στο χρόνο μία ανθρωπογεωγραφική ενότητα με κοινά χαρακτηριστικά και βέβαια κοινή μοίρα.
Εδώ, στην Πολύτσανη, θα διανυκτερεύαμε. Δεν γινόταν αλλιώς. Λειψή μέρα -είχαμε πια την εμπειρία- δεν αρκούσε για να φτάσουμε Λιμάρ. Πολύ νωρίς το πρωί θα πη-γαίναμε με το αυτοκίνητο στη Χοστέβα -υπήρχε ως εκεί δρόμος- κι ύστερα, αναγκα-στικά, θα χρησιμοποιούσαμε ζώα. Για τα τελευταία θα ’χε φροντίσει ο Παναγιώτης ο Πετσάνης, γνωστός μας από τότε που περιοδεύαμε Πωγώνι.
Όλο το απόγευμα το περάσαμε στο καφενείο του Σιώρη. Το βράδυ μαζεύτηκε αρκετός κόσμος -πολλοί εργάτες απ’ τ’ Αργυρόκαστρο που διόρθωναν το δρόμο και μέναν στο χωριό. Βαρύς καπνός, δυνατό τσίπουρο, αυξημένη και η περιέργεια, έστω κι αν δεν εκδηλωνόταν φανερά. Πάντως με τον Βασίλη προσπαθήσαμε να ενταχθούμε στο περιβάλλον και μάλλον τα καταφέραμε. Μας ανησυχούσε όμως η βροχή -αυγουστιάτικη βροχή- που έξω είχε αρχίσει να πέφτει δυνατή…

Για ύπνο, αργά, μας οδήγησαν σ’ ένα τσιμεντένιο, άχαρο κτίριο, από κείνα που λες επίτηδες χτίστηκαν τα δύσκολα χρόνια στο κέντρο κάθε χωριού -για να ξορκίζει η εξουσία την ομορφιά που πάντα τη φοβίζει. Στα διπλανά δωμάτια, ήδη, κοιμόντουσαν οι εργάτες -τους …ακούγαμε! Ρίξαμε στα κρεβάτια τους υπνόσακους -ευτυχώς τους είχαμε μαζί μας- και ξαπλώσαμε. Ύστερα, τραβώντας πάνω απ’ το κεφάλι το πανί που παρίστανε την κουρτίνα, κοιτάξαμε έξω. Τα παράθυρα δεν είχαν τζάμια, είχε όμως ο ουρανός αστέρια, πάρα πολλά, αμέτρητα. Ένα, δύο, τρία, τέσ…

Από πολύ νωρίς μας ξύπνησαν μπουλντόζες, μαρσαρίσματα φορτηγών, φωνές -ετοιμάζονταν οι εργάτες! Βγήκαμε στο μπαλκόνι και ρίξαμε ο ένας στον άλλον νερό. Μόλις είχε αρχίσει να χαράζει, μα ο Παναγιώτης περίμενε κιόλας στο αυτοκίνητο. Ξεκινήσαμε με φώτα…
Οδηγούσαμε αργά, προσεκτικά, αποφεύγοντας τις μεγάλες πέτρες που προεξείχαν. Πάνω μας το βουνό -οροσειρά που από Νεμέρτσκα άλλαζε σε Ντεμπέλι- καθυστε-ρούσε τον ήλιο. Κάναμε το γύρο μιας τεχνητής λίμνης -για πότισμα- και φτάσαμε σε μικρό φαράγγι. Ήταν ακριβώς η πηγή τού Ζαγκόρι, του ποταμιού που διασχίζει τη Ζαγοριά και που πάνω του έχουν χτιστεί τέσσερα πέτρινα γεφύρια. Τα τρία τα είχαμε ήδη καταγράψει σε προηγούμενα ταξίδια μας, ψάχναμε το τέταρτο. Σε λίγο φτάναμε στη Σέπερη, θα φεύγαμε για Νίβανη…
Νίβανη, Κόντσικα, Βυθούκι, Χοστέβα -στους πρόποδες του Ντεμπέλι! Ντέρανη, Το-πόβα, Λίαρη, Ζέη -στους πρόποδες του Τσαγιούπι, απέναντι! Κι ανάμεσα στα φτωχά χωριά, χαμηλά, ο Ζαγκόρι να ψάχνει, να ελίσσεται, να αναζητεί δρόμους και περά-σματα φτιάχνοντας κοίτη.
Στα πάνω σπίτια της Χοστέβας, εκεί που τέλειωνε το χωριό, είδαμε τον Πύρρο και τον Σίμο να μας περιμένουν. Δίπλα τους, δυο μουλάρια κι ένας γάιδαρος. Σταματούσε εδώ ο δρόμος, θα συνεχίζαμε πια με ζώα. Συστάσεις, ερωτήματα, οδηγίες -χρειαζόμαστε 4 ώρες για Λιμάρ. Ο ένας ανέβηκε στη ...Ρούσα, ο άλλος στη Γκιόσα, ο τρίτος στο γάιδαρο το Ζήκο!

Και η πομπή σχηματίστηκε. Μπροστά πήγαινε ο Σίμο, πεζός, να κατευθύνει τα ζώα πότε σφυρίζοντας, πότε φωνάζοντας με νόημα. Πίσω εμείς, καβάλα, να προσπαθούμε -τουλάχιστον στα πρώτα χιλιόμετρα- να ισορροπήσουμε πάνω στα σαμάρια. Και πα-ραπίσω ο Πύρρο, επίσης πεζός, αλλά αυτός, επιπλέον, φορτωμένος με όσα φωτογρα-φικά δεν χώρεσαν στα μουλάρια. Σιγά-σιγά συντονιζόμαστε, αποκτούσαμε ρυθμό που κρατούσαν τα κουδούνια και οι ανάσες των ζώων…
Για να φτάσουμε στον επόμενο μικρό οικισμό της Δοσνίτσας, κάναμε μία ώρα. Πε-ράσαμε απ’ έξω, πάνω απ’ τα σπίτια της. Μάλιστα για να κόψουμε δρόμο τολμήσαμε να διασχίσουμε την επικίνδυνη σάρα που μόλις πριν ένα μήνα έχει κατρακυλήσει απ’ το βουνό! Με τρομερό βουητό -θυμούνται στην περιοχή- οι πέτρες φτάσαν μέχρι την άκρη του χωριού! Για όσο διάστημα χρειάστηκε, κατεβήκαμε απ’ τα ζώα και, προσε-κτικά, με τις οδηγίες του Σίμο και του Πύρρο, περάσαμε απέναντι…
Και συνεχίσαμε. Πηγαίναμε πότε δεξιά-αριστερά ακολουθώντας τις πτυχές του βου-νού, πότε πάνω-κάτω ανεβοκατεβαίνοντας λαγκαδιές και λάκκους. Όταν σταματού-σαμε, πίναμε νερό από πηγές που μόνο ο Σίμο ήξερε, ή τρώγαμε ψωμί και τυρί που ο Πύρρο είχε προνοήσει να βάλει στον ντορβά του. Άλλοτε πάλι ξεχνιόμαστε χαζεύο-ντας το Τσαγιούπι που, τεράστιο, κόντρα στον αυγουστιάτικο ήλιο, γαλάζωνε και ά-χνιζε. Όλα αυτά μέχρι που τέλειωσε και το μονοπάτι. Γιατί από κει και πέρα όλη μας η προσοχή επικεντρώθηκε στο να αποφεύγουμε τα σκίντα και τα πουρνάρια που σκά-λωναν στα πανταλόνια και μας γδέρνανε. Κάποτε φτάσαμε -είχαν περάσει άλλες δύο ώρες- στο Μαλέσοβο...

Μπορούσαμε τώρα χαμηλά να δούμε το Λιμάρ. Παραξενευόμαστε που θέλαμε ακόμη μία ώρα για να φτάσουμε. Όμως πρώτα έπρεπε να κάνουμε κύκλο, να δρασκελίσουμε κάποιο ύψωμα, κι ύστερα να κατηφορίσουμε…
Περάσαμε μέσα απ’ το Μαλέσοβο. Φτωχά αλλά πέτρινα δεξιά-αριστερά τα σπίτια του, έσφυζαν μέχρι πριν μερικά χρόνια από ζωή. Ήταν το κεφαλοχώρι της περιφέρειας. Τώρα -μας λένε- όλοι οι κάτοικοι έχουν φύγει και δουλεύουν στη Ελλάδα…
Δεν είχαμε βγει ένα τέταρτο απ’ το χωριό, όταν φτάσαμε και προσπεράσαμε τον ..Ζίπο Κόρο που πήγαινε Καλιάσα, πέρα απ’ το Λιμάρ, πέρα ακόμα κι απ’ το ποτάμι όπου ήταν το γεφύρι μας. Μοναδικός σήμερα κάτοικός της -πριν είχε 30 οικογένειες- γέρασε εκεί ασχολούμενος με τα μελίσσια του. Ρώτησε όλο περιέργεια για τον προορισμό μας, κι όταν έμαθε, γελώντας πονηρά, ..απείλησε:
-Θέλω κι εγώ πέντε λίρες! Αλλιώς θα σας ακολουθώ..!
Καβάλα στο άλογο και με την καραμπίνα στον ώμο πιο γέρικη από τον ίδιο, όσο α-πομακρυνόμαστε, τόσο επαναλάμβανε πιο δυνατά:
-Ντόνα έδε ούνε πέσε λίρα! Πεντρίσε ντο τ’ γιου ντιεκ..!

Στο Λιμάρ μπήκαμε μεσημέρι. Και σήμανε πραγματικός συναγερμός! Όλοι σχεδόν οι κάτοικοι -είχε πάνω από 50 άτομα- βγήκαν στο δρόμο για να μας χαιρετήσουν. Η πε-ριέργεια φούντωνε κι απ’ τις δυο μεριές, μόνο που εμείς -προσποιητά- τη συγκρατού-σαμε, ενώ αυτοί -πιο ελεύθεροι- την εκδήλωναν φωναχτά. Κατευθυνθήκαμε στο σπίτι τού Γιώργο Τόδε…
Ήταν ο πρόεδρος του χωριού. Μας υποδέχτηκε ο ίδιος, η γυναίκα του η Φρόσω, τα παιδιά του Κλωντιάν και Κλιέμε, οι νύφες, τα εγγόνια του. Στη σάλα του σπιτιού -ένα τραπέζι στη μέση, γύρω-γύρω κρεβάτια- μας κέρασαν καφέδες, τσίπουρο, αναψυκτι-κά. Και μας άφησαν να φύγουμε -βιαζόμαστε- όταν τους υποσχεθήκαμε πως θα γυ-ρίζαμε για φαγητό!

Να κατεβούμε στο ποτάμι, στο γεφύρι που ψάχναμε, ήθελε ακόμη μία ολόκληρη ώρα. Αγχωθήκαμε. Είμαστε τόσο κουρασμένοι κι ο ήλιος έκαιγε. Όμως…
Όταν βγήκαμε απ’ το χωριό, μπήκαμε σ’ έναν στενό πέτρινο δρόμο που, με πολλά γυρίσματα, αμέτρητα ζικ-ζακ, άρχισε να μας κατεβάζει στην ποταμιά. Ήταν πολύ α-πότομος -πιο επώδυνος κι απ’ ανηφόρα- γι’ αυτό και γαντζωνόμαστε κυριολεκτικά στα σαμάρια να μη φύγουμε μπροστά. Κάτι ήξεραν που το Ζήκο, το γάιδαρο, δεν μας άφησαν να τον πάρουμε κοντά -θα ’ταν αδύνατο να επιστρέψει πάνω. Όσο για τον ήλιο, αυτός, όσο κατεβαίναμε, τόσο γινόταν ανυπόφορος. Βγάλαμε τα πουκάμισα και σκεπάσαμε τα κεφάλια…

Με τα πολλά..! Ναι, άξιζε τον κόπο! Μόλις το αντικρίσαμε από μακριά, συμφωνήσαμε όλοι με επιφωνήματα! Το γεφύρι του Καλιά, τεράστιο, επιβλητικό, θριάμβευε πάνω απ’ το χάσμα του Ζαγκόρι, πέρα απ’ την ανθρώπινη λογική, μπροστά απ’ το σκούρο του Γκολίκου..!
Για ώρα χαζεύαμε: το ένα και μοναδικό του τόξο, βραχοθεμελιωμένο, να εκτινάσσεται μεσοούρανα για να συμφιλιώσει τις όχθες∙ το καλντερίμι, με ρυθμό, να εκμεταλ-λεύεται την ευκαιρία για να σε περάσει απέναντι, να συνεχίσεις το ταξίδι∙ στα αρι-στερά ένα παράθυρο πάντα σε επιφυλακή, για να εξασφαλίζει και να ελαφραίνει∙ και, το κυριότερο, ανύποπτο αποκάτω το ποτάμι να συνεχίζει τη ροή του αδιαμαρτύρητα!
Το γεφύρι το ’χε φτιάξει ο Αλή πασάς όταν κυβερνούσε στα Γιάννενα. Εξασφάλισε έτσι απρόσκοπτη συγκοινωνία με την κεντρική Αλβανία, τούτη τη φορά μέσω Πωγω-νίου και Ζαγοριάς. Αφού διάβαιναν το γεφύρι, τα καραβάνια έμπαιναν στα στενά της Κλεισούρας, κι από κει μπορούσαν να συνεχίσουν είτε αριστερά προς Τεπελένι, είτε δεξιά προς Μπεράτι. Η διαδρομή υπήρξε πολυσύχναστη, γι’ αυτό, όταν ο Αλή δώρισε το γεφύρι -και το δρόμο που ανεβάζει στο Λιμάρ- στον έμπιστό του Χασάν Δερβίση, ο τελευταίος βάζοντας διόδια κυριολεκτικά θησαύρισε.

Ο Παναγιώτης μέσα στην κοίτη, ο Βασίλης πάνω στο τόξο, τέντωναν την κορδέλα, μετρούσαν και φώναζαν: ύψος 16.30, άνοιγμα καμάρας 20.20, μήκος διαδρόμου 31.70, πλάτος 2.75, ωφέλιμο πλάτος 2.20, αρκάδες…
Και τότε..! Μια δυνατή τουφεκιά, δυο, τρεις, αντιλάλησαν στη ρεματιά! Ξαφνιαστή-καμε! Από ψηλά, κατά Γκολίκου πλαγιά, ο Ζίπο Κόρο, πάνω στ’ άλογο, τον βλέπαμε να κουνά την καραμπίνα του και να απειλεί! Ο Πύρρο, από κοντά κι ο Σίμο, άρχισαν να χειρονομούν, να βλαστημάνε..! Κι ο Ζίπο:
-Ντόνα έδε ούνε πέσε λίρα..!

«Σκοτώθηκαν πολλοί Έλληνες εδώ! Το μέτωπο ήταν πάνω, στο Κέσινεκ. Κάθε μέρα κατεβάζαν σκοτωμένους και τραυματίες και από το Κέσινεκ και απ’ το Γκολίκου! Γέμισε ο τόπος τάφους! Το στρατηγείο τους το ’χαν μέσα στο χωριό. Ένας Θεμιστο-κλής Γεωργιάδης, έτσι τον λέγανε, στρατηγός, έμενε στην εκκλησιά. Μείνανε οι Έλ-ληνες στο Λιμάρ 6 μήνες. Το 1941 αυτά…».
Είχαμε επιστρέψει στο χωριό και τρώγαμε στο σπίτι του Γιώργο Τόδε. Ο ίδιος θυμό-ταν ιστορίες παλιές, απ’ τον πόλεμο, που μας μετέφραζε ο Βασίλης. Όρθια η γυναίκα του, μαζί κι οι νύφες, πηγαινοέρχονταν στην κουζίνα, φέρνοντας μεγάλες μερίδες κα-τσίκι με πατάτες, σαλάτες, κρασί! Γύρω στο τραπέζι, αλλά και πάνω στα κρεβάτια, καθόμαστε δεκατέσσερα άτομα!
«…Κάποια στιγμή κόπηκε ο ανεφοδιασμός τους -συνέχιζε ο κυρ-Γιώργος! Δεν έρχο-νταν προμήθειες. Άρχισαν να πεινάνε οι στρατιώτες. Δόθηκε τότε διαταγή να πάμε απ’ το χωριό. Τους πηγαίναμε γίδια, αρνιά, τυρί, και μας δίδανε κάτι χαρτάκια με υ-πογραφή. Όταν ήρθαν πάλι τα τρόφιμα, αποκαταστάθηκε ο εφοδιασμός, μας τα επέ-στρεψαν όλα. Μας δώσανε και χρήματα. Ένας που κράτησε το χαρτί, τώρα που πέσαν τα σύνορα, το πήγε στο προξενείο και του δώσανε βίζα. Πάει κι έρχεται Ελλάδα όποτε θέλει. Τσάνι Ντόρθι τον λένε, γέρος σήμερα μένει στην Κλεισούρα…».
Είχαμε πια χορτάσει. Ήταν και η κούραση που δεν επέτρεπε μπουκιά παραπάνω. Η κυρά-Φρόσω όμως συνέχιζε να πηγαινοέρχεται στην κουζίνα, όλοι οι Τόδε να τρώνε με πιρούνια και με χέρια! Ο Παναγιώτης κατάλαβε, ήξερε. Πρέπει να τελειώσει όλο το σφαχτό -έκανε νόημα- αλλιώς θα είναι προσβολή..!
-Σντρούαζ.., πρότεινε το ποτήρι του ο κυρ-Γιώργος.

Στην είσοδο του σπιτιού σε λίγο, κάτω απ’ το χαγιάτι με τα καλαμπόκια, στριμωχνό-μαστε όλοι μαζί για να χωρέσουμε στη φωτογραφία. Η αναμνηστική περιείχε και ..καλάσνικοφ! Τα είχε τραβήξει βιαστικά, αποκάτω απ’ το κρεβάτι, ο Κλιέμε, να τα φορέσουν τιμητικά οι καλεσμένοι!
Ύστερα ανεβήκαμε στα ζώα. Ευχές, φιλιά, και …άιντε! Του Βασίλη τα πόδια, δεξιά κι αριστερά απ’ το Ζήκο, σέρνονταν στο χώμα. Θέλησα να αποθανατίσω τη σκηνή. Έβγαλα απ’ την τσάντα τη φωτογραφική, μα …βρέθηκα κάτω απ’ το μουλάρι! Οι άλλοι γέλασαν -πιο πολύ ο Βασίλης.
-Σήκω, μας περιμένουν αύριο καινούργια πετρογέφυρα…

Δεν υπάρχουν σχόλια: