Πέμπτη 6 Ιανουαρίου 2011

Στον Γιώργο Μανακανάτα


Μνήμες σωρό μαζώχτηκαν
πα’ στο προσκέφαλό σου
κι αντίς για μοιρολόισμα
ετούτο το εγκώμιο
γλυκόπικρα σου ψέλνουν:

Καλότυχοι όσοι σε γνώρισαν
και δίκια σ’ αγαπήσαν
μα απ’ όλους πιο καλότυχοι
αυτοί που εσύ αγάπησες
τι κι απ’ το ν’ αγαπιέσαι Γιώργο μου
το ν’ αγαπάς είναι το πιο σπουδαίο
αφού αν αγαπάς από καρδιάς
πλούτο ψυχής καρπώνεσαι
κ’ ευεργετείς μ’ αυτόν και αλλουνούς
που απαντάς στους κύκλους.
Πολυαγαπημένε μας Γιώργο
Με το μαντάτο του φευγιού σου
πολλά αγιόμυρα μουσκεύοντας
τα κρόσσια των φωτοπηγών
νότισαν από κοντά τα πανιασμένα μάγουλα
με ψυχόμυρα καταδικά σου
αφού ο μυρόπικρος πήδακας
διάσπασε τη δέση των κόμπων
και των δαγκωμένων χειλιών
και ξέσπασε σε βουβό κλάμα
που ξεκρίνοντάς το αποκρυπτογραφούσες
και γραδάριζες μέσ’ απ’ αυτό
τη διασταυρωμένη απ’ όλους
τους συγγενικούς, τους κοινωνικούς
και πολιτικούς χώρους καταξίωσή σου.
Και είναι στ’ αλήθεια σπάνιο
το να έχεις την εκτίμηση
όλων – και ιδιαίτερα των πολιτικών –
των ανθρώπινων χώρων.
Κι ο πρώτος απ’ αυτούς τους χώρους
είναι ο Δήμος της Άρτας
στον οποίο πολλές μελέτες
και εργασίες σου τις πρόσφερες
δίχως καμιά αμοιβή.

Υπάρχουν στ’ αλήθεια κάπιοι άνθρωποι
που στο γλυκό τους βλέμμα
καθρεφτίζεται ανάγλυφη
η ομορφάδα της ψυχής τους
και που μαζί με τον καλοσυνάτο λόγο
και τ’ αφκιασίδωτο χαμόγελο
κερδίζουν το συνάνθρωπο
γι’ αυτό και γίνονται – σαν φέυγουν –
μελαγχολική νοσταλγία
κι αποζητούμενη θύμηση
αλλά αφήνουν και κάποια χνάρια
στο δρόμο της ομορφιάς
της αλληλεγγύης, της δημιουργίας
και της πολυπόθητης αρμονίας.

Σ’ αυτούς τους λίγους ξεχωριστούς
ανθρώπους ανήκες κ’ εσύ
αγαπημένε μας Γιώργο
αδιαφορώντας για τους έτερους λίγους
που στο πέρασμά τους
γιομίζουν με χυμούς κλεμμένης χαράς
τους ξεπάτωτους πίθους
των πελώριων κενών τους.
Γι’ αυτό και με τον εσωτερικό σου πλούτο
σαρκωμένο στην καθημερινότητά σου
λογαριαζόσουνα δίκαια
σαν ποιοτικός άθρωπος.

Έτσι, όποια φορά τύχαινε
στις άγριες νύχτες του χειμώνα
η σαρκωμένη και ξεκορμισμένη
συνείδηση να σ’ επισκέφτεται
για απολογισμό – όπως κάνει
σ’ όλους μας – και να ρωτάει
αμείλικτα «τι την έκανες τη
ζωή σου;» της θύμιζες αραδιάζοντας
τα «καλούδια» της πορείας σου, πετυχαίνοντας
εύλογα κι ανάλογα
το καμάρωμα και το χαμόγελό της.

Όλα αυτά σημαίνουν κοντολογίς
Γιώργο μου ότι δεν έχει σημασία
πόσα αφήνει ο καθένας πίσω του
αλλά τι αφήνει!...
Κ’ εσύ μας άφησες την αισθητική
της αρχιτεκτονικής σου, αποτυπωμένη
στους δρόμους της Άρτας μας
και την ομορφιά της ψυχής σου
ζωγραφισμένη στις Μνήμες
όσων γνώρισες κι αγάπησες
εικόνες που δείχνουν τον ένα δρόμο
του κάλλους, της αγάπης
της δημιουργίας και της αρμονίας.
Και σε τέτιες μοναδικές στιγμές
περισυλλογής μπορείς και μελετάς
βαθιά το θάνατο κι από κοντά
ξεκρίνεις για τα καλά ποια είναι
η αθανασία του ανθρώπου.

Να και γιατί η αύρα σου θα μας
δροσίζει το νου τις ώρες της
μελαγχολικής νοσταλγίας
που θα την προκαλεί η απουσία σου.
Να ακόμη και γιατί ο διαμαντένιος
αδερφικός μας φίλος
και Σαμαρείτης Γιατρός Δημήτρης Αλεξίου,
που σου συμπαραστάθηκε σαν αδερφός,
είχε απόλυτα δίκιο όταν σε χαρακτήρισε
σαν «ευπατρίδη της ευγένειας και της ποιότητας»,
αλήθεια βιωμένη απ’ όλους μας.

Για μένα ειδικότερα, ακριβέ
μας Γιώργο, κάθε φορά που θ’
αποζητάω τα εφηβικά μας χρόνια
θα ενεργοποιώ την ακαπίστρωτη
κι αθάνατη φαντασιακή
Μνήμη και με δυο χαυδωσιές
του νου θα σεργιανάω στην
ανέμελη νιότη μας και θα σ’
ανευρίσκουμε, μαζί με τον αδερφό
σου το Γιάννη, εκεί στα πεζούλια
του Βαρδακουλά, στο πέτρινο
Σκολειό, στο Γυμναστήριο,
στ’ αυλάκια, στο Γήπεδο, στο
Μαράτι, στα τσιμέντα, στη Σαλα,
στη Σκουφά, στο Γιοφύρι και
πιο κει στα περβόλια με τις
αμέτρητες εσπερίδες νύφες,
και θάναι μαζί κι ο άλλος ο
Γιώργος μας, πούφυγε πρώτος...

Κι όλα τούτα αδερφικέ φίλε,
επειδή η άγια Μνήμη πούναι
προνόμιο και μεγαλείο του
αθρώπου, με τη μοναδική
και μαγική της δύναμη
μεριάζει και προσπερνάει
και το Θάνατο και το Χρόνο,
αφού αυτοί λειτουργούν με
τις στιγμές τους κ’ εκείνη
με τους αιώνες της.
Να γιατί η Μνήμη είναι εκείνη
που αθανατίζει και τη Ζωή
και το Χρόνο και το Θάνατο!

Όλοι οι δικοί σου Γιώργο μου
είναι εύλογα απαρηγόρητοι.
Η γυναίκα σου Ρένα, που οι δυο
σας, κατά κοινή ομολογία, βρήκατε
ο ένας στον άλλο το άλλο μισό του,
είναι συντριμμένη.
Τα παιδιά σας, ο Πάνος κι ο Αχιλλέας,
τ’ αδέρφια σου, ο Γιάννης, η Τούλα,
ο Βύρωνας, η Μερόπη, ο Τάκης,
η Βασιλικούλα, η Μαρίτσα κι όλοι οι
άλλοι συγγενείς σου είναι βαθιά
θλιμμένοι απ’ το φευγιό σου.
Ταυτόχρονα όμως είναι και εξαιρετικά
περήφανοι για σένα και γι’
αυτό θα ζεις νοερά για πάντα
μαζί τους, γιατί ήσουνα έντιμος, υπεύθυνος,
ευαίσθητος, δημιουργός, γενναιόδωρος.
Όσο για μένανε, σ’ ακουμπάω,
αντάμα με τους άλλους αγαπημένους
μου, στα λιβάδια του κρανιόκαστρου,
εκεί που δεν κάνουν κουμάντο
οι φόβοι, οι μεταφυσικές
και τα «επέκεινα», αλλά εκεί
που διαφεντεύουν οι ανώλεθρες
Μνήμες, τα ανύπνωτα όνειρα
και οι αείζωες Ομορφιές και Αξίες.

Ώρα σου καλή στο ταξίδι σου
στους κήπους της καυκαλοεκκλησιάς
και καλό και ταχτικό αντάμωμα
στις ώρες των αναθυμιών,
των ονείρων και των τραγουδιών.
Ώρα σου καλή

Νίκος Ρίγγας

Δεν υπάρχουν σχόλια: