Πέμπτη 2 Σεπτεμβρίου 2010

Για την πικρή επέτειο του Κων/νου Βάγια

Της ΡΗΝΟΥΛΑΣ ΤΟΔΟΥΛΟΥ

Αθήνα, 31 Αυγούστου 2010

Πολυαγαπημένε Δήμαρχε,
Αγαπημένε μου φίλε Κώστα,

Έτσι όπως σε είχα δει ακίνητο πριν ένα χρόνο κι ενώ εγώ είχα πάρα πολλά για να σου πω – και άλλοι πολλοί θα είχαν – σίγουρα όλη η πόλη – πιστεύω. Έτσι είσαι συνέχεια στο νου μου.
Πολλές φορές, όπως κονταροχτυπιόσουν, χωρίς σταματημό, μου θύμιζες τον Διγενή.
Η προσωπικότητά σου ήλιος στο Αρτινό στερέωμα. Ένας εσύ για όλους εμάς τους Αρτινούς νοιαζόσουν.
Ευλογημένοι οι πόθοι σου και οι σκέψεις σου κι ας σε ταλάνευαν μερόνυχτα τα σχέδια για να χτιστούν «τα τείχη» που ήταν ακόμα από τους άθλιους «Μαυριτανούς» ερείπια… ξεχασμένα.
Ποθούσες να φτιάξεις την Αμβρακεία έτσι όπως θα έπρεπε να είναι, πανέμορφη, πολιτισμένη. Πάλεψες να αποκτήσει η ιστορία μας φωνή. Ο πόθος για το όνειρό σου ήταν πάντα ήλιοι και φεγγάρια, τα φώτα για τους δρόμους των παιδιών του κόσμου όλου.
-Ναι η πόλη πρέπει ξανά να λάμψει, είχες πει. Και να χτιστεί εξ αρχής.
Την έσκαψες συνθέμελα. Έχτιζες και πάλι έχτιζες. Σήκωνες μόνος σου όλες τις πέτρες μία προς μία χωρίς έπαρση με Μακρυγιαννέικη αυταπάρνηση.
Την ίδια στιγμή ο αναίτιος πόλεμος μαινόταν εμπρός και πίσω, ενώ οι ευθύνες σου ήταν τεράστιες για να χτιστούν τα τείχη. Κι εσύ έστεκες συνέχεια στις πολεμίστρες. Πώς άντεξες τόσα πολλά; Και ήσουν πάντα στητός και όρθιος;
Μα πόσο μοιάζεις με τον Διγενή!
Όλοι οι πολεμιστές γενναίοι αλλά μόνον εσύ ήσουν από το ξημέρωμα με το σπαθί στις ντάπιες. Έλαμπες από χαρά όταν έδειξες τον ήλιο που ανέτειλε στην πόλη.
Δεν παρακλείνω από όσα έκανες ούτε ίντσα και είναι λίγα όσα λέω, επειδή ήμουν εκεί. Με νου που έβλεπε τα πριν και τα μετά.
Η πόλη έλαμψε και αυτό έφερε τους Δωριείς ξανά.
Ναι εσύ μας είχες φέρει όλους πίσω, έναν-έναν.
Σου το είχα πει και το είχες ασπαστεί.
Και τώρα ποιος θα μας ξαναφέρει; Έχουμε σκορπιστεί και έχουμε απομείνει λίγοι.
Τώρα ο ουρανός είναι ακίνητος.
Η μπάλα μετέωρη ενώ περίμενε την πάσα, θρυμματίστηκε στη γη.
Πάγωσαν τα αρώματα στα περιβόλια,
έρευσαν σάπια τα αγαθά.
Οι σερβιτόροι μαρμάρωσαν με τα κεράσματα στο χέρι.
Πάγωσε η δύνη της ζωής.
Βουβάθηκαν τα πλήθη.
Ξέρουν πως δεν θάσαι πια ανάμεσά τους.
Πληγώθηκε η πόλη όλη. Πικρό το ψωμί για μας.
Τίποτα δεν είναι όπως πριν.
Να κοίτα ενώ ο ουρανός μας είχε χρώμα χρυσαφί, πέτρωσε και πήρε όλος ο τόπος την μορφή σου.
Μα εσύ με «του Ακρίτα τ’ άλογο και το κοντάρι τ’ Άγι-Γιωργιού θα ταξιδεύεις στα χρόνια».
Αλλ΄ όμως με τις ευχές των αγαπημένων σου για μουσική συνοδεία θα ταξιδεύεις και στο πλάι σου πάντα με τις μορφές των Δωριαίων που θα σε παραστέκουν αιώνια, έτσι θα ταξιδεύεις κι όλο θα ταξιδεύεις.
Πρέπει να σου πω – αν και θα το έχεις δει – πως ήλθαν τα Αρτινόπουλα να σε επισκεφθούν.
Ήταν στης Ορθοδοξίας όπως ξέρεις, την ημέρα με το μεγάλο πένθος. Τότε εσύ συνήθιζες να στέκεσαι όρθιος στην άκρη του δρόμου με τους αγαπημένους σου πάντα πλάι σου, να παίρνεις και να δίνεις τις ευχές. Μοίραζες γενναιόδωρα την αγάπη σου.
Στιγμές ανείπωτης και ανεπανάληπτης κοινωνικής ομορφιάς.
Τέτοιες μέρες έδινες το ραντεβού σου με το λαό για ευχές.
Τους είχα πει πως «το έθιμο για όλους αυτή την μέρα το καλεί αντί για άλλη προσφορά δάφνες να κρατούν».
Τότε μου είπαν «μόνο αυτό το λίγο; Για ένα Δήμαρχο τρανό;»
«Τίποτα ποτέ δεν ζήτησε» τους απάντησα. «Μόνο έδωσε. Μόνο προσφορές έκανε. Τίποτα δεν θέλησε για τον εαυτό του. Ο πόθος του ήταν να ανθίζει ο τόπος».
«Και μας οι προσφορές ποιες θάναι;
Πες μας εσύ που έζησες στην εποχή του».
«Τίποτα δεν θάναι αρκετό και ισάξιο με τις δικές του αιώνιες για όλους προσφορές.
Μακάρι να είναι ο φανός σας και το όραμά σας.
Μακάρι να βρείτε τον καλύτερο για να τον βάλετε στα πόστα, αυτό νομίζω θα τον ευχαριστούσε».
«Χωρίς προσφορά σ’ αυτόν που έσωσε τον τόπο; Δεν θάναι αποστροφή στο έργο του;».
«Τότε να κάνετε ότι πει η καρδιά σας και κείνος θα πάρει το μήνυμά σας».
Τ’ ακούς αυτά Δήμαρχε; Είναι αληθινά. Οι εμβολιασμοί στα δεντράκια έχουν πιάσει. Πέτυχε η κυκλοφορία των πάτριων χυμών. Θα αρχίσει η ανθοφορία και τα μικρά θα δώσουν τους καρπούς που περιμένεις. Η ιστορία δεν πέθανε.
Οι Δωριείς σου θάρχονται συχνά. Δεν θα χαθούνε…
Αγαπημένε μου δήμαρχε.
Όσο θα υπάρχουν Δωριείς αν και απών εσύ, θα τους φέρνεις.
Σαν τον Ελ Σιντ…


Ρηνούλα Τόδουλου

Δεν υπάρχουν σχόλια: